ἠερόφωνος

ἠερόφωνος
ἠερόφωνος
Grammatical information: adj.
Meaning: Σ 505 κηρύκων ... ἠεροφώνων, after this Opp. H. 1, 621 γεράνων ... ., prop. `whose voice(s) sound(s) through the mist (in the air), loud crying', = μεγαλοφώνων, πληρούντων φωνῆς την ἀέρα H.
Origin: IE [Indo-European] [1150] *h₂uer-? `bind' ZIE αηρ
Etymology: Ahrens Philol. 27, 590 proposes after Alcm. 26, 1 to write ἱεροφώνων. (Certainly not with Muller Mnemos. 46, 139ff. to Lat. aes etc. as `with metal(lic) voice(s)'; cf. Kretschmer Glotta 11, 247).
Page in Frisk: 1,624

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ηερόφωνος — ἠερόφωνος, ον (Α) αυτός πού ηχεί διά μέσου τού αέρα, αυτός που έχει δυνατή φωνή, ο μεγαλόφωνος («ἠερόφωνοι κήρυκες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο + φωνή. Το α συνθετικό μπορεί να αναχθεί είτε στο αήρ (ιων. γεν. ηέρ ος), οπότε η σημασία είναι… …   Dictionary of Greek

  • ἠεροφώνους — ἠερόφωνος sounding through air masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠεροφώνων — ἠερόφωνος sounding through air masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠερόφωνοι — ἠερόφωνος sounding through air masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”